Σελίδες

Πέμπτη 23 Μαΐου 2013

ΕΥΘΑΝΑΣΙΑ Θέσεις της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος


            Στις 28 Νοεμβρίου 2000, η ολλανδική Βουλή απεφάσισε με ψήφους 104 έναντι 40 την νομιμοποίηση της ευθανασίας. Επειδή είναι η πρώτη φορά στην ιστορία, που μία τέτοια πράξη νομιμοποιείται και επειδή η σύγχρονη κοινωνική αντίληψη με τον ορθολογισμό που την διακατέχει εύκολα θυσιάζει στον βωμό του ευδαιμονισμού και του στενού συμφέροντος τον σεβασμό στην ζωή και τον άνθρωπο, η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, με υψηλό αίσθημα ευθύνης καταθέτει τις θέσεις της επί του θέματος της ευθανασίας: 

            Η ζωή μας αποτελεί υπέρτατο δώρο του Θεού, η αρχή και το τέλος του οποίου βρίσκονται στα χέρια Του και μόνον (Ιώβ ιβ’10). Αποτελεί τον χώρο μέσα στον οποίο βρίσκει την έκφρασή του το αυτεξούσιο, συναντάται η χάρις του Θεού με την ελεύθερη βούληση του ανθρώπου και επιτελείται η σωτηρία του.
            Οι στιγμές της ζωής μας συνδέονται με την αρχή και το τέλος της, όπως και αυτές της αδυναμίας, του πόνου και των δοκιμασιών μας, εγκρύπτουν μία μοναδική ιερότητα και περιποιούν μυστήριο που απαιτεί ιδιάζοντα σεβασμό εκ μέρους των συγγενών, των ιατρών, των νοσηλευτών και της κοινωνίας ολόκληρης. Οι στιγμές αυτές διευκολύνουν την ταπείνωση, διανοίγουν την οδό της θεϊκής αναζήτησης και προκαλούν το θαύμα και το σημείο της θεϊκής χάριτος και παρουσίας.
            Οι ίδιες στιγμές ευνοούν τον σύνδεσμο των ανθρώπων, την ανάπτυξη κοινωνίας αγάπης, την εκδήλωση συμπόνιας και ελέους. Το αίτημα κάποιων ασθενών για ευθανασία στην ουσία αποτελεί ερώτημα αγάπης προς αυτούς και της επιθυμίας να παραμείνουν κοντά μας. Στις στιγμές αυτές μπορεί κανείς να ζήσει την Χάρη του Θεού και την αγάπη των ανθρώπων.
            Η ύπαρξη του πόνου στην ανθρώπινη ζωή, όπως κάθε δοκιμασία, είναι «συνεργός προς σωτηρίαν» και ενίοτε «κρείττων και αυτής της υγείας», κατά τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά. Παρά ταύτα, η Εκκλησία αναγνωρίζοντας την ασθένεια της ανθρώπινης φύσεως, πάντοτε φιλάνθρωπα ζητεί την απαλλαγή «από πάσης θλίψεως, οργής κινδύνου και ανάγκης», ενίοτε δε εύχεται και για την ανάπαυση των οδυνομένων (ευχή εις ψυχοραγούντα). Οι άνθρωποι προσευχόμαστε, δεν αποφασίζουμε για την ζωή και τον θάνατο.
            Μια κοινωνία που αγνοεί να θεραπεύει τον πόνο με υπομονή, προσευχή, ανθρώπινη συμπαράσταση και θεϊκή ενίσχυση, τον αντιμετωπίζει μόνο με φάρμακα, τώρα με τον προκλητό θάνατο που τον ονομάζει «καλό» (ευ-θανασία), τον δέχεται όμως μόνον ως βιολογικό-κοινωνικό συμβάν της ιστορίας του κάθε ανθρώπου.
   Η ευθανασία, ενώ δικαιολογείται κοσμικώς ως «αξιοπρεπής θάνατος», στην πραγματικότητα αποτελεί υποβοηθούμενη αυτοκτονία, δηλαδή συνδυασμό φόνου και αυτοχειρίας.
            Το λεγόμενο «δικαίωμα στον θάνατο», που αποτελεί την νομική κατοχύρωση της ευθανασίας, θα μπορούσε να εξελιχθεί σε απειλή της ζωής των ασθενών που αδυνατούν να ανταποκριθούν οικονομικά στις απαιτήσεις θεραπείας και νοσηλείας τους.
            Για τους λόγους αυτούς, η Εκκλησία μας που πιστεύει στην αθανασία της ψυχής, στην ανάσταση του σώματος, στην αιώνια προοπτική και πραγματικότητα, στους πόνους ως «στίγματα του Κυρίου Ιησού εν τω σώματι ημών» (Γαλ. Στ’ 17), στις δοκιμασίες ως αφορμές και ευκαιρίες σωτηρίας, στην δυνατότητα ανάπτυξης κοινωνίας αγάπης και συμπαραστάσεως μεταξύ των ανθρώπων, κάθε θάνατο που αποτελεί αποτέλεσμα ανθρωπίνων αποφάσεων και επιλογών-όσο «καλός» και αν ονομάζεται- τον απορρίπτει ως «ύβριν» κατά του Θεού.
Κάθε δε ιατρική πράξη που δεν συντελεί στην παράταση της ζωής, ως ο όρκος του Ιπποκράτη ορίζει, αλλά προκαλεί επίσπευση της στιγμής του θανάτου, την καταδικάζει ως αντιδεολογική και προσβλητική του ιατρικού λειτουργήματος.